- λιώμα
- ezilmek
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
λιώμα — το, ατος κάτι που έλιωσε τελείως, πολτοποιημένο: Ξέχασα να βάλω το παγωτό στην κατάψυξη κι έγινε λιώμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)